Τα είχα φυλακίσει χρόνια,
τα έβαλα μέσα σε χρυσά κλουβιά.
Απόψε όμως άνοιξα τις πόρτες να τα ελευθερώσω
να πετάξουν μακριά τα ποιήματά μου,
τα δικά μου ποιήματα.
Μόλις τα άνοιξα όμως και τα είδα να φεύγουν
κοίταξα γύρω μου…
Είδα χιλιάδες κλουβιά μες το μυαλό μου.
Τρόμαξα και πήγα να τα δω ένα – ένα.
Στο ένα ήταν η ζωή, στο άλλο η ζωή κάποιου άλλου,
η θρησκεία, η πατρίδα, ο καθωσπρεπισμός…
χιλιάδες τέτοια κλουβιά.
Και μετά είδα γύρω μου να με κοιτάνε χιλιάδες άνθρωποι.
Κοιτούσαν μάλλον το κλουβί μου,
το χρυσό μου κλουβί.
Κανείς τους όμως δεν άνοιγε την πόρτα.
Κάποιος όμως θα την ανοίξει, κάποιος…
Δεν επιτρέπετε ο σχολιασμός